- ετερομορφία ή ετερομορφισμός
- Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται με δύο (διμορφισμός) ή και με περισσότερες μορφές (πολυμορφισμός) άτομα που ανήκουν σε ένα ζωικό είδος. Γενικά, υπάρχουν πολλά είδη διμορφισμού που οφείλονται σε πολλές αιτίες· όπως για παράδειγμα ο φυλετικός, που καθορίζει τη διαφορά των αρσενικών και θηλυκών ορμονών και έχει ως συνέπεια την εμφάνιση των δύο φύλων. Άλλο είδος είναι ο οικολογικός διμορφισμός που (σε μερικά είδη ζώων) παρουσιάζει διαφορές στα άτομα του ίδιου φύλου, π.χ. θηλυκοί κάνθαροι με φτερά και άλλοι χωρίς. Διμορφισμός παρουσιάζεται και στις μέλισσες: η βασίλισσα είναι γόνιμο άτομο, όχι όμως και οι εργάτριες. Μορφή του είναι και ο εποχικός, στον οποίο επιδρούν οι κλιματολογικοί παράγοντες. Τα λεπιδόπτερα, για παράδειγμα, παρουσιάζουν διαφορετικές μορφές τον χειμώνα και το καλοκαίρι. Ο πολυμορφισμός παρατηρείται συνήθως στους κατώτερους οργανισμούς. Η ε. είναι επίσης πολύ διαδεδομένη και στα φυτά.
Dictionary of Greek. 2013.